- γραφικότητα
- Όρος που αρχικά σήμαινε ζωγραφικός και αναφερόταν σε ό,τι είχε σχέση με τη ζωγραφική. Αποτελεί μετάφραση της ιταλικής λέξης pittoresco. Σήμερα έχει αποκτήσει ευρύτερη έννοια και χρησιμοποιείται γενικά για να χαρακτηρίσει το απρόβλεπτο, εκείνο από το οποίο τυχαία ή ηθελημένα απουσιάζει το ανθρώπινο ορθολογιστικό στοιχείο. Η λέξη με την αρχική σημασία της εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1660 στο βιβλίο του Μάρκο Μποσκίνι, Χάρτης της ζωγραφικής πλεύσης (Carta del navegar pittoresco),μία περιήγηση του συγγραφέα στη βενετσιάνικη ζωγραφική. Δεν αποκλείεται το περιβάλλον της Βενετίας να έδωσε στον όρο την ευρύτερη σημερινή έννοιά του, για να αντιδιαστείλλει τη βενετσιάνικη ζωγραφική που απεικόνιζε –με τη βοήθεια του φωτός και των χρωματικών τόνων– την οπτική ουσία των πραγμάτων δίνοντας την εντύπωση του πηγαίου και του άμεσου, από τις άλλες αντίθετές της σχολές. Με την ίδια περίπου έννοια δέχτηκαν τη λέξη γ. η φλαμανδική, η γερμανική και η αγγλική ζωγραφική, ενώ στη Γαλλία έως το 1734 γραφικό είδος (genre pittoresque)ονομαζόταν το ροκοκό. Στην Αγγλία τον 18o αι. το γραφικό ήταν συχνά συνώνυμο με το ωραίο που αντιπροσώπευαν την εποχή εκείνη οι δημοφιλείς πίνακες του Σαλβατόρ Ρόζα, του Κλοντ Λορέν και του Γκασπάρ Πουσέν. Τότε ο Γουίλιαμ Γκίλπιν και αργότερα ο Τζόσουα Ρέινολντς δημιούργησαν μία αισθητική της γ. εμπνευσμένη από την ισχυρή ρομαντική διάθεση των τριών αυτών κυριότερων εκπροσώπων της γραφικής τοπιογραφίας, έκδηλη στην προτίμησή τους όχι για τις ήρεμες, αλλά για τις έντονα εκφραστικές στιγμές των υπαίθρων, για τους συννεφιασμένους απειλητικούς ουρανούς, για τα επιβλητικά ερείπια και τις ισχυρές φωτοσκιάσεις. Το 1810 ο Άμπερτντεϊλ Πράις, σε μία βασική μελέτη του, τοποθέτησε τη γ. στους αντίποδες σχεδόν των κλασικών κανόνων της αρμονίας και τη θεώρησε ως το καταλληλότερο μέσο για να διατυπώσει ο καλλιτέχνης την ατομικότητα και την εκφραστική ελευθερία του. Το ζήτημα έγινε αντικείμενο πολλών ερευνών και επηρέασε βαθιά την αγγλική ζωγραφική και ιδιαίτερα τις προσωπικότητες του Κόνσταμπλ και του Τέρνερ. Αλλά η γ. δεν βρίσκεται μόνο στην τοπιογραφία· χαρακτηρίζει και τη ζωγραφική των ερειπίων του 18ου αι. (Πανίνι, Σεμπαστιάνο Ρίτσι) όπως και τα ηθογραφικά και ρωπογραφικά θέματα ορισμένων ζωγράφων (Χόγκαρθ, Πινέλι). Η ανάπτυξη από το τέλος του 18ου αι., ιδίως με τον Κόνσταμπλ, των νατουραλιστικών και ρεαλιστικών τάσεων κατέληξε τον 19o αι. στη μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τη γ. στη ζωγραφικότητα που κυριάρχησε με τον ιμπρεσιονισμό.
«Η θαλασσογραφία», έργο του Σαλβατόρ Ρόζα· η αισθητική της γραφικότητας, που στην Αγγλία γεννήθηκε με τη διάδοση των έργων του Σαλβατόρ Ρόζα, του Κλοντ Λορέν και του Γκασπάρ Πουσέν, υιοθετήθηκε από τον ρομαντισμό ως αντίρροπο στους κλασικούς κανόνες της ευρυθμίας (Παλατινή Πινακοθήκη, Φλωρεντία).
* * *η1. η ιδιότητα τού γραφικού (τού παραστατικού ή τού κατάλληλου να παρασταθεί)2. η απλοϊκότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γραφικός. Η λ., στον λόγιο τ. (γραφικότης), μαρτυρείται στον Αριστείδη Κυπριανό].
Dictionary of Greek. 2013.